φοινίκισμα

φοινίκισμα
φοινίκ-ισμα, ατος, τό, in pl.,
A = τὰ διὰ φοινίκων ἐπιθέματα, cj. in Aët. 9.10 (φοινίσματα codd.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φοινίκισμα — ίσματος, τὸ, Α (κυρίως στον πληθ.) τὰ φοινικίσματα (κατά τον Αέτ.) «τὰ διὰ φοινίκων ἐπιθέματα». [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (III), οίνικος «είδος δέντρου» + κατάλ. ισμα (< ρ. σε ίζω)] …   Dictionary of Greek

  • φοινικίσματα — φοινίκισμα neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”